- παλαιοβιβλιοπώλης
- ο, θηλ. -ισσαβιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά παλιά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιοβιβλιοπωλείο — το [παλαιοβιβλιοπώλης] εμπορικό κατάστημα πώλησης παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων βιβλίων … Dictionary of Greek